ελιάς

ελιάς
ο
πρόσθετος κεφαλικός φόρος εννιά γροσιών που επέβαλε ο Σουλεϊμάν Β' στους χριστιανούς τής Τουρκίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κανέτι, Ελίας — (Elias Canetti, Ρούσε, Βουλγαρία 1905 – Ζυρίχη 1994). Βρετανός λογοτέχνης, εβραϊκής καταγωγής. Η μητρική του γλώσσα ήταν η λαντίνο, μία αρχαϊκή διάλεκτος των ισπανικών. Το 1911 μετακόμισε στην Αγγλία σε ηλικία μόλις 6 ετών. Το 1924 ξεκίνησε… …   Dictionary of Greek

  • Κιόν, Ελίας ντε- — (Elias de Cyon, 1843 – 1912). Ρώσος φιλόσοφος και φυσιολόγος. Εξαίρετος επιστήμονας και στοχαστής, πραγματοποίησε πολλές ανακαλύψεις στον τομέα της φυσιολογίας, η σημαντικότερη από τις οποίες αφορά τα αγγειοκινητικά νεύρα της καρδιάς. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Κόρεϊ, Ελίας — (Elias J. Corey, Μασαχουσέτη 1928 –). Αμερικανός χημικός. Ξεκίνησε τις σπουδές του το 1945 στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και ήδη το 1950 είχε ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή πάνω στις συνθετικές πενικιλίνες. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Κοτέας, Ελίας — (Elias Koteas, Μόντρεαλ 1961 –). Καναδός ηθοποιός του κινηματογράφου, ελληνικής καταγωγής. Σπούδασε στην Ακαδημία Δραματικής Τέχνης στη Νέα Υόρκη και στο Άκτορς Στούντιο. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο το 1985 με την ταινία Κάποια… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… …   Dictionary of Greek

  • αγουρέλαιο — και αγουρόλαδο, το (το «ὀμφάκινον ἔλαιον» των αρχαίων) (Τροφ. Τεχνολ.) πρόσφατο ελαιόλαδο, καλής συνήθως ποιότητας, με ευχάριστη χαρακτηριστική οσμή ελιάς. Λαμβάνεται με έκθλιψη τών καρπών τής ελιάς, που συλλέγονται πριν ωριμάσουν τελείως. Η ίδια …   Dictionary of Greek

  • δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει …   Dictionary of Greek

  • ελάινος — η, ο (AM ἐλάϊνος, η, ον) 1. αυτός που προέρχεται από ελιά 2. το θηλ. ως ουσ. η ελαΐνη ο ελαϊκός εστέρας τής γλυκερίνης αρχ. 1. ελαΐνεος 2. αυτός που ανήκει στο δέντρο ελιά 3. ο κατασκευασμένος από ξύλο ή κλαδιά ελιάς, ελίσιος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”